- οργανικισμός
- ο1. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η κοινωνία εξετάζεται ως βιολογικός οργανισμός ο οποίος γεννιέται, αναπτύσσεται και ωριμάζει με φυσικό τρόπο2. ιατρ. θεωρία κατά την οποία κάθε νόσος οφείλεται σε βλάβη αντίστοιχου οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organicism (< οργανικός + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.