οργανικισμός

οργανικισμός
ο
1. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η κοινωνία εξετάζεται ως βιολογικός οργανισμός ο οποίος γεννιέται, αναπτύσσεται και ωριμάζει με φυσικό τρόπο
2. ιατρ. θεωρία κατά την οποία κάθε νόσος οφείλεται σε βλάβη αντίστοιχου οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organicism (< οργανικός + -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”